ατυχώ

ατυχώ
(AM ἀτυχῶ, -έω) [ατυχής]
1. δεν έχω καλή τύχη, είμαι άτυχος
2. δυστυχώ
3. η μτχ. παθ. αορ. στο αποτυγχάνω
αρχ.
1. δεν κατορθώνω να αποκτήσω κάτι, αποτυγχάνω σε κάτι, ξαστοχώ
2. δεν κατορθώνω να πάρω τη συγκατάθεση ή την έγκριση κάποιου
3. (η μτχ. παθ. αορ. στο ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀτυχηθέντα
ατυχίες, κακοτυχίες, ατυχήματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ατυχώ — ατυχώ, ατύχησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ατυχώ — ησα, δεν έχω τύχη, δεν πετυχαίνω, πέφτω έξω: Ατύχησε στις επιχειρήσεις του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀτυχῶ — ἀτυχέω to be unfortunate pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀτυχέω to be unfortunate pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνατυχώ — έω, Α [ἀτυχῶ] είμαι κακότυχος και εγώ μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον …   Dictionary of Greek

  • φταίω — πταίω, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πταίω και διαλ. τ. φταίγω Ν υποπίπτω σε σφάλμα, κάνω λάθος, σφάλλω (α. «έφταιξε και πρέπει να πληρώσει» β. «ἐὰν πταίσωσί τι», Φιλήμ.) νεοελλ. είμαι ένοχος, υπαίτιος για κάτι, ευθύνομαι για κάτι («αυτός φταίει για το κακό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”