- ατυχώ
- (AM ἀτυχῶ, -έω) [ατυχής]1. δεν έχω καλή τύχη, είμαι άτυχος2. δυστυχώ3. η μτχ. παθ. αορ. στο αποτυγχάνωαρχ.1. δεν κατορθώνω να αποκτήσω κάτι, αποτυγχάνω σε κάτι, ξαστοχώ2. δεν κατορθώνω να πάρω τη συγκατάθεση ή την έγκριση κάποιου3. (η μτχ. παθ. αορ. στο ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀτυχηθένταατυχίες, κακοτυχίες, ατυχήματα.
Dictionary of Greek. 2013.